τσιντσιλά

τσιντσιλά
Γένος απλόδοντων τρωκτικών της οικογένειας των τσιντσιλιδών, που αριθμεί δύο είδη, περιζήτητα για την απαλότατη γούνα τους: το βασιλικό και το μικρό τ. Ζουν στις Άνδεις της Χιλής και του Περού σε υψόμετρο έως 4.000 μ. Το βασιλικό τ. έχει μήκος, χωρίς την ουρά του, 32 εκ., χρώμα ανοιχτό γκριζογάλαζο στη ράχη και στα πλευρά και λευκό στην κοιλιά. Το μικρό τ. είναι κατά 15 εκ. πιο μικρόσωμο από το βασιλικό. Το τρίχωμά του είναι γκριζομαργαριταρένιο και δεν παρουσιάζει την κοιλότητα της ρινικής κατατομής που χαρακτηρίζει το πρώτο είδος. Τα τ. είναι πολύ δειλά νυχτόβια ζώα, που τρέφονται με ρίζες, βολβούς, φρούτα και λειχήνες. Για να αποτραπεί η εξαφάνισή τους, προστατεύονται από αυστηρούς νόμους. Στα τελευταία χρόνια εκτρέφονται και διασταυρώνονται σε ειδικά εκτροφεία για την περιζήτητη γούνα τους.
* * *
το, Ν
ζωολ. γενική ονομασία και ομώνυμο γένος τών μικρόσωμων τρωκτικών τής Νότιας Αμερικής τής οικογένειας chinchillidae, τα είδη τού οποίου μοιάζουν με λαγό, αλλά έχουν μικρότερα αφτιά και φουντωτή ουρά σαν τού σκίουρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. chinchilla].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσιντσιλά — το (λ. γαλλ.), μικρό τρωκτικό της Ν. Αμερικής που το δέρμα του είναι γουναρικό εξαιρετικής ποιότητας και αξίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

  • καπιμπάρα ή υδρόχοιρος — (Hydrochoerus hydrochaeris). Θηλαστικό της οικογένειας των υδροχοιριδών (ο μεγαλύτερος εκπρόσωπός της), της τάξης των τρωκτικών. Ζει κοντά στα ποτάμια ύδατα του μεγαλύτερου μέρους της Νότιας Αμερικής και είναι ιθαγενές των τροπικών δασών του… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • υδρόχοιρος ή καπυμπάρα — (hydrochoerus ή capybara). Είδος θηλαστικών της οικογένειας των Καβιιδών, της τάξης των τρωκτικών. Είναι το μεγαλύτερο από όλα τα τρωκτικά και φτάνει το μέγεθος του γουρουνιού (1,20 μ. περίπου) και σε βάρος τα 50 70 κιλά. Μορφολογικά μοιάζει με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”